λόγιασμα

λόγιασμα
το, -ατος
η σκέψη, ο υπολογισμός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λόγιασμα — το, και λογιασμός, ὁ [λογιάζω] 1. λογισμός, συλλογισμός, σκέψη, περίσκεψη 2. εκτίμηση …   Dictionary of Greek

  • λογιασμός — ο βλ. λόγιασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”